Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Full diacritics: ῥαικακερεῖς | Medium diacritics: ῥαικακερεῖς | Low diacritics: ραικακερείς | Capitals: ΡΑΙΚΑΚΕΡΕΙΣ |
Transliteration A: rhaikakereîs | Transliteration B: rhaikakereis | Transliteration C: raikakereis | Beta Code: r(aikakerei=s |
στρεβλοκέρατοι, Hsch. ῥαίκερος· χαλεπός, Id.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «στρεβλοκέρατοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρέπει να διορθωθεί σε ῥαιβό-κεροι / ῥαιβο-κεροῖς (< ῥαιβός «στραβός» + κέρας «κέρατο»)].