-ιστής
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
Greek Monolingual
(ΑΜ -ιστής)
παρεκτεταμένος τ. της κατάλ. -της, η οποία στα μεταρρηματικά παράγωγά της δηλώνει τον δράστη μιας ενέργειας (πρβλ. ποιώ > ποιη-της, πολιτεύομαι > πολιτευ-της) από το θ. σε –ισ του αορ. πολλών ρ. (συνήθως σε -ίζω), πρβλ. ῥαίω «σπάζω», απρμφ. αορ. ῥαῖσαι > -ρα-ϊσ-της «αυτός που καταστρέφει» ως β' συνθετικό λέξεων όπως θυμο-ραϊστής «αυτός που καταστρέφει τη ζωή», λυκο-ραϊστής «αυτός που καταστρέφει τους λύκους», κομ-ίζω, αόρ. ἐ-κόμ-ισ-α > κομ-ισ-της. Στη Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική η κατάλ. χρησιμοποιήθηκε αναλογικά στην παραγωγή μεταρρηματικών παρ. και άλλων ρ. εκτός από εκείνα με θ. αορ. σε -ισ- (πρβλ. τραγουδ-ιστής < τραγούδ-ησ-α κατά το σχήμα υπερ-ασπ-ισ-της < υπερ-άσπ-ισ-α). Χρησιμοποιήθηκε επίσης αναλογικά και στην παραγωγή μετονοματικών παραγώγων (πρβλ. ποδο-σφαιρ-ιστής < ποδό-σφαιρ-ο) ονομάτων κυρίως που συνδέονται στενά με αντίστοιχα σε -ισμός και δηλώνουν τον οπαδό ενός θρησκευτικού, φιλοσοφικού ή πολιτικού συστήματος ή ενός επιστημονικού, ιδεολογικού ή αισθητικού ρεύματος, καθώς και τον χαρακτήρα ή τον τρόπο συμπεριφοράς ενός ατόμου. Στη συντριπτική τους πλειονότητα τα ονόματα αυτά είναι, όπως και τα αντίστοιχά τους σε -ισμός, αντιδάνεια και μεταφορές ή αποδόσεις ξένων όρων που εμφανίζουν την κατάλ. -ist(e) (< λατ. -ista < αρχ. ελλ. -ιστής), πρβλ. ινδου-ισμός: ινδου-ιστής, υπαρξ-ισμός: υπαρξ-ιστής, εθνικ-ισμός: εθνικιστής, δαρβιν-ισμός: δαρβιν-ιστής, κυβ-ισμός: κυβ-ιστής, εγω-ισμός: εγω-ιστής, φαταλ-ισμός: φαταλ-ιστής. Βλ. και -ισμός.