-ίας
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
Greek Monolingual
επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE -iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων.-αττ. και στην Κοινή. Συχνά αυτό το επίθημα εμφανίζεται και με την παρεκτεταμένη μορφή -ματίας (από ουσ. σε -μα, θ. ματ-), πρβλ. εγκλη-ματίας, τραυ-ματίας, φρονη-ματίας. Στην Αρχαία Ελληνική το -ίας χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει διάφορα φυτά, ζώα ή φυσικά φαινόμενα, λέξεις που χρησιμοποιούνται συχνά μέχρι σήμερα. Ευρεία χρήση του εμφανίζεται και στην κωμωδία προς δημιουργία κωμικών λέξεων (πρβλ. οροφ-ίας) ή παρωνυμίων (πρβλ. Αμυνίας, Λοξίας). Πιο συγκεκριμένα, το επίθημα -ίας εμφανίζεται στις εξής κατηγορίες λέξεων: 1) ονομασίες ζώων (πρβλ. αστερ-ίας, κοχλ-ίας, καρχαρ-ίας, ξιφ-ίας)
2) ονομασίες φυτών (πρβλ. δρακοντ-ίας, καμακ-ίας, κορυμβ-ίας, ριζ-ίας)
3) ονομασίες λίθων (πρβλ. καπν-ίας, κογχυλ-ίας, μυλ-ίας)
4) είδη κρασιών, ψωμιού και, γενικά, τροφίμων (πρβλ. ανθοσμ-ίας, ομφακ-ίας, αποπυρ-ίας, βληχων-ίας, ομφακ-ίας, οπ-ίας, πιτυρ-ίας)
5) ονομασίες ανέμων ή φυσικών φαινομένων (πρβλ. απαρητ-ίας, γαλαξ-ίας, εγκολπ-ίας, εκνεφ-ίας, εξυδρ-ίας, πωγων-ίας, σεισματ-ίας. Το επίθημα -ίας, τέλος, χρησιμοποιήθηκε πολύ τόσο στην Αρχαία όσο και στη Νέα Ελληνική για να δηλωθεί ένα πρόσωπο βάσει μιας χαρακτηριστικής ιδιότητάς του [πρβλ. αρχ. ανθρακ-ίας, γυναικ-ίας, διφθερ-ίας, εξωμ-ίας, θηλυδρ-ίας, μαστιγίας
νεοελλ.
αισθηματ-ίας, αντιρρησ-ίας, αποφθεγματ-ίας, δηλωσ-ίας, διαλαξ-ίας, εγκληματ-ίας, εισοδηματ-ίας, ελλειματ-ίας, επαγγελματ-ίας, επιδειξ-ίας, επιτηδευματ-ίας, επιχειρηματ-ίας, εφαψ-ίας, ηδονοβλεψ-ίας, καυχηματ-ίας, κινηματ-ίας, κτηματ-ίας, οιηματ-ίας, πραξικοπηματ-ίας, ταραξί-ας, τολμητ-ίας, τραυματ-ίας, φασα-ρίας).