Polynices
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English > Greek (Woodhouse)
Πολυνείκης, -ους, ὁ, or say, son of Oedipus.
Latin > English (Lewis & Short)
Pŏlȳnīces: is, m., = Πολυνείκης,
I son of Œdipus and Jocasta, brother of Eteocles, and son-in-law of Adrastus, Stat. Th. 7, 689; Hyg. Fab. 68; 72; Quint. 5, 10, 31; Plin. 35, 11, 40, § 144.
Latin > French (Gaffiot 2016)
Pŏlўnīcēs, is, m. (Πολυνείκης), Polynice [fils d’Œdipe et frère d’Étéocle] : Plin. 35, 144.
Latin > German (Georges)
Polynīcēs, is, m. (Πολυνείκης), Sohn des Ödipus, Bruder des Eteokles u. Schwiegersohn des Adrastus, der im Kampfe um das thebanische Reich (s. Eteoclēs) seinen Bruder Eteokles zum Zweikampf herausforderte, in dem beide fielen, Hyg. fab. 68 u. 72. Plin. 35, 144. Stat. Theb. 7, 689.
Wikipedia EN
In Greek mythology, Polynices (also Polyneices) (/ˌpɒlɪˈnaɪsiːz/; Ancient Greek: Πολυνείκης, romanized: Polyneíkes, lit. 'manifold strife' or 'much strife') was the son of Oedipus and either Jocasta or Euryganeia and the older brother of Eteocles (according to Sophocles' "Oedipus at Colonus"). When his father, Oedipus, was discovered to have killed his father and married his mother, he was expelled from Thebes, leaving his sons Eteocles and Polynices to rule. Because of a curse put on them by their father Oedipus, the two sons did not share the rule peacefully and died as a result, killing each other in battle for control over Thebes.
Wikipedia EL
Ο Πολυνείκης ήταν γιος του Οιδίποδα και της Ιοκάστης. Όταν ο Οιδίποδας παραιτήθηκε από το θρόνο της Θήβας, παρέδωσε την πόλη στους δυο γιους του, Ετεοκλή και Πολυνείκη, που συμφώνησαν να παίρνουν το βασίλειο εναλλάξ κάθε χρόνο. Μετά τον πρώτο χρόνο, ο Ετεοκλής αρνήθηκε να παραδώσει τον θρόνο. Ο Πολυνείκης, ο οποίος διέμενε στην αυλή του βασιλιά Άδραστου, επιτέθηκε στην πόλη των Θηβών με τους συμμάχους του («Επτά επί Θήβας»). Τα δυο αδέρφια αλληλοσκοτώθηκαν σε μάχη, έξω από τις "Ηλέκτρες πύλες" της Καδμείας.
Ο βασιλιάς Κρέοντας, θείος των δύο αδερφών που ανέβηκε στο θρόνο, διέταξε να παραμείνει άταφο το σώμα του Πολυνείκη. Η αδελφή του, Αντιγόνη, παράκουσε τη διαταγή και έθαψε τη σορό του αδελφού της. Ο μύθος αυτός παρουσιάζεται στην τραγωδία του Σοφοκλή «Αντιγόνη».