aislar
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
Spanish > Greek
ἀποτέμνω, ἀποτμήγω, ἀνακαθαίρω, ἐκλαμβάνω, ἀπολαμβάνω, ἀποστρακίζω, ἀποστρακίζειν, ὀστρακίζω, ὀστρακίζειν, ἐξοστρακίζω, ἐξοστρακίζειν