ὀστρακίζω

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστρᾰκίζω Medium diacritics: ὀστρακίζω Low diacritics: οστρακίζω Capitals: ΟΣΤΡΑΚΙΖΩ
Transliteration A: ostrakízō Transliteration B: ostrakizō Transliteration C: ostrakizo Beta Code: o)straki/zw

English (LSJ)

banish (esp. from Athens) by pot sherds, ostracise, ostracize, banish by means of ostracism Th.1.135, 8.73, And.3.3, Arist.Ath.22.6, Pol.1284a21, Sch. Ar.Eq.851; also used at Argos, Arist.Pol.1302b18; at Megara and Miletus, Sch.Ar.l.c.

German (Pape)

[Seite 400] mit Scherben abstimmen u. verurteilen, aus der Stadt durch das Scherbengericht verbannen, vgl. ἐξοστρακίζω. Wenn 6000 Bürger einen großen Mann für die Freiheit gefährlich bezeichneten u. seinen Namen auf eine Scherbe schrieben, so ward er auf 10 Jahre aus Athen verbannt, Andoc. 4, 5; ὠστρακισμένος, 3, 3; ἔτυχε γὰρ ὠστρακισμένος, Thuc. 1, 135; 5, 73; Arist. pol. 3, 13. 5, 3.

French (Bailly abrégé)

impf. ὠστράκιζον, part. pf. Pass. ὠστρακισμένος;
frapper d'ostracisme.
Étymologie: ὄστρακον.

Russian (Dvoretsky)

ὀστρᾰκίζω: подвергать остракизму, осуждать на изгнание, высылать (путем всенародного голосования черепками) Arst.: ὠστρακισμένος Thuc. подвергшийся остракизму.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστρᾰκίζω: ἐξορίζω δι’ ὀστράκων, ἐξοστρακίζω, Θουκ. 1. 135., 8. 73, Ἀνδοκ. 23. 42, κτλ.· παρ’ Ἡροδ. ἐξοστρακίζω. ― Τὸν ὀστρακισμὸν εἶχον ἐν Ἀθήναις οὐχὶ ὡς ποινήν, ἀλλὰ ὡς μέτρον περιοριστικὸν τῆς δυνάμεως ἀτόμων, ὁσάκις ὑπῆρχε φόβος ὅτι τις τῶν πολιτῶν εἶχεν αὐξηθῇ εἰς βαθμὸν ἐμβάλλοντα εἰς κίνδυνον τὴν ἐλευθερίαν τοῦ λαοῦ, ἴδε Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 13, 15 κἑξ., 3. 17, 7., 5. 3, 3· ὅπως ἐξορισθῇ τις ἀπῃτεῖτο ὁ ἀριθμὸς 6000 ὀστράκων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Ἱππ. 851, Πολυδ. Θ΄, 19· κατὰ τὸν Πλούτ. ἐν Ἀριστ. 7, «εἰ γὰρ ἑξακισχιλίων ἐλάττονες οἱ γράψαντες εἶεν, ἀτελὴς ἦν ὁ ἐξοστρακισμός». Τὸ αὐτὸ μέσον ἦν ἐν χρήσει ἐν Ἄργει, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐν Μεγάροις καὶ ἐν Μιλήτῳ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὕτω καὶ ὁ πεταλισμὸς (ὃ ἴδε) ἐν Συρακούσαις. ― Ἴδε Λεξικ. Ἀρχαιολ. ― Πρβλ. Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτέλους Ἀθηναίων Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 8.

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀστρακίζω) όστρακον
(στην αρχ. Αθήνα) εξορίζω κάποιον γράφοντας το όνομά του σε όστρακο, σε θραύσμα πήλινου αγγείου, εξοστρακίζω («Μιλτιάδην τὸν Κίμωνος ὠστρακισμένον», Ανδοκ.)
μσν.
(σχετικά με τους οπαδούς του χριστιανισμού) αποβάλλω από την κοινωνία τών πιστών, αποκηρύσσω.

Greek Monotonic

ὀστρᾰκίζω: μέλ. -ίσω, εξορίζω με πήλινα πινάκια που έφεραν το όνομα αυτού που επρόκειτο να εξοριστεί, εξοστρακίζω, σε Θουκ.· ο οστρακισμός (ὀστρακισμός) υιοθετήθηκε στην αρχ. Αθήνα για να θέσει σε έλεγχο την ισχύ μεμονωμένων προσώπων, που είχαν γίνει ισχυροί απειλώντας έτσι τις πολιτικές ελευθερίες.

Middle Liddell

ὀστρᾰκίζω,
fut. ίσω, to banish by potsherds, ostracize, Thuc.—Ostracism (ὀστρακισμόσ) was adopted at Athens to check the power of individuals, which had become too great for the liberties of the people.

Translations

Chinese Mandarin: 放逐, 流放; Dutch: mijden, uitstoten, verbannen; Finnish: eristää; French: ostraciser, mettre au ban; Georgian: მოკვეთა; German: ächten, ausgrenzen, ausschließen, bannen, verfemen, verbannen; Greek: εξοστρακίζω, εξοβελίζω, οστρακίζω; Greek Ancient: ἀποστρακίζω, ἀποστρακίζειν, ὀστρακίζω, ὀστρακίζειν, ἐξοστρακίζω, ἐξοστρακίζειν; Hungarian: kiközösít; Italian: ostracizzare, bandire, escludere; Malay: pulau; Portuguese: ostracizar, excluir; Russian: отлучать, отлучить; Serbo-Croatian Cyrillic: екскомунициран, изопћити, низгвернат, про̀гонат, прокуден; Latin: ekskomunicírati, izopćiti, nizgvernat, prògonati, prokuden; Spanish: condenar al ostracismo, relegar, aislar, excluir, marginar; Swedish: frysa ut, sky