diluvialis
From LSJ
παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam
Latin > English (Lewis & Short)
dīlŭvĭālis: e, adj. diluvium,
I of a deluge or flood: irruptio, i. e. diluvium, Sol. 9, 8.
Latin > French (Gaffiot 2016)
dīlŭvĭālis, e (diluvium), d’inondation, de débordement : Sol. 9, 8.
Latin > German (Georges)
dīluviālis, e (diluvium), zur Überschwemmung geeignet, überschwemmend, irruptio, Solin. 9, 8.