ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
αἰδέσιμος, γεραρός, γεράσμιος, παλαιόφρων, πολιός, πότνια, Ποτνιάς, πρέσβα, πρέσβυς, σεβάσμιος, σεβαστός, σεμνός