emplasto
From LSJ
Spanish > Greek
Διονυσιάς, αἰγυπτάριον, βρόμιον, γάλλος, γεράνιος, δυσραχῖτις, ἀνθίζουσα, ἀνθηρά, ἀπόχυμα, ἁρμονία, ἄκεσις, ἄκηρος, ἄνθρωπος, ἄφρα, Ἀθήνη, ἐμπλαστή, ἔμπλασμα, ἔμπλαστον, ἔμπλαστρον, ἔμπλαστρος, Ἑλλησποντία, κατάπλασμα