ἀπόχυμα

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόχῠμα Medium diacritics: ἀπόχυμα Low diacritics: απόχυμα Capitals: ΑΠΟΧΥΜΑ
Transliteration A: apóchyma Transliteration B: apochyma Transliteration C: apochyma Beta Code: a)po/xuma

English (LSJ)

-ατος, τό, (χέω)
A that which is poured out, Ti.Locr.100a, PFay.95.25(ii A. D.).
2 = ζώπισσα, Dsc.1.72.
3 Ὀρειβασίου ἀ., name of a kind of plaster, Aët.15.24.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 líquido οἷον ἀ. ῥεῖν διὰ νωτίων Ti.Locr.100a
cierto tipo de pez o resina ζώπισσαν ... καλουμένην ὑπ' ἐνίων ἀπόχυμα Dsc.1.72, cf. como componente farmacológico, Asclep.Iun. en Gal.13.1023, 1025, 1026, 1027
quizá el orujo del aceite PFay.95.25 (II d.C.), sent. dud. ὑμεῖς δὲ ἀναστίλατε τὸ ἀπόχυμα τοῦ πατρός σου SB 7661.5 (I/II d.C.)
emplasto Ὀρειβασίου Aët.15.24.
2 agua de desagüe (ὕδατα) ... [ἦ] ν ἄγονα ἀπὸ ἀποχυμάτων PMich.617.9 (II d.C.).
3 cierto tipo de peinado, tal vez melena suelta ἀ. ἢ μεριστὴν τηρεῖν mantener melena suelta o partición en crenchas, Const.App.1.3.10.

German (Pape)

[Seite 336] τό, das Abgegossene, Tim. Locr. 100 a.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόχῠμα: ατος τό вылитое, разлитое Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόχῠμα: τό, (χέω) τὸ ἀποχεόμενον ἢ ἐκρέον, Τίμ. Λοκρ. 100Α. 2) = ζώπισσα, τὸ ἐκ τῶν πλοίων ξυόμενον ῥητινῶδες, ἡ παλαιὰ πίσσα, Διοσκ. 1. 98.

Greek Monolingual

το (Α ἀπόχυμα)
νεοελλ.
το ζουμί (κυρίως από όσπρια) που χύνεται ή πετιέται μετά τον πρώτο βρασμό
αρχ.
το παλιό επίχρισμα των πλοίων από ρετσίνι, πίσσα κ.λπ. που καθαρίζεται.