ἐγκαθείργνυμι

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαθείργνυμι Medium diacritics: ἐγκαθείργνυμι Low diacritics: εγκαθείργνυμι Capitals: ΕΓΚΑΘΕΙΡΓΝΥΜΙ
Transliteration A: enkatheírgnymi Transliteration B: enkatheirgnymi Transliteration C: enkatheirgnymi Beta Code: e)gkaqei/rgnumi

English (LSJ)

v. ἐγκαθείργω.

Spanish (DGE)

encerrar fig. ἐγκαθειργνύων τῇ ψυχῇ ... σῶμα Origenes M.13.780A
en v. pas. quedar encerrado o atrapado dentroἀναθυμίασις Plu.2.951c, ἡ δασύτης τοῖς τελευταίοις μέρεσι τῶν ὀνομάτων οὐδαμῶς ἐγκαθείργνυται ref. al espíritu áspero, Trypho Fr.5.

German (Pape)

[Seite 703] (s. εἵργνυμι), = Folgdm; Plut. prim. frig. 15.

French (Bailly abrégé)

tenir enfermé dans.
Étymologie: ἐν, καθείργνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκαθείργνῡμι: досл. держать взаперти, перен. замыкать, держать в связанном состоянии (ἡ ἀναθυμίασις ἐγκαθειργνυμένη τοῖς ὑγροῖς Plut.).