ἐγκαθείργνυμι
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
v. ἐγκαθείργω.
Spanish (DGE)
encerrar fig. ἐγκαθειργνύων τῇ ψυχῇ ... σῶμα Origenes M.13.780A
•en v. pas. quedar encerrado o atrapado dentro ἡ ἀναθυμίασις Plu.2.951c, ἡ δασύτης τοῖς τελευταίοις μέρεσι τῶν ὀνομάτων οὐδαμῶς ἐγκαθείργνυται ref. al espíritu áspero, Trypho Fr.5.
German (Pape)
[Seite 703] (s. εἵργνυμι), = Folgdm; Plut. prim. frig. 15.
French (Bailly abrégé)
tenir enfermé dans.
Étymologie: ἐν, καθείργνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαθείργνῡμι: досл. держать взаперти, перен. замыкать, держать в связанном состоянии (ἡ ἀναθυμίασις ἐγκαθειργνυμένη τοῖς ὑγροῖς Plut.).