harangue
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. λόγος, ὁ, ῥῆσις, ἡ, P. δημηγορία, ἡ.
exhortation: P. παρακέλευσις, ἡ, παράκλησις, ἡ, παραμυθία, ἡ, V. παρακέλευσμα, τό.
verb transitive
exhort: P. and V. παρακαλεῖν, Ar. and P. παραμυθεῖσθαι, P. παρακελεύεσθαι (dat. or absol.).
address in a public speech: P. δημηγορεῖν πρός (acc.).
make a speech: P. λόγον ποιεῖσθαι, Ar. and P. δημηγορεῖν, P. and V. λέγω, λέγειν.