δημηγορία

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημηγορία Medium diacritics: δημηγορία Low diacritics: δημηγορία Capitals: ΔΗΜΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: dēmēgoría Transliteration B: dēmēgoria Transliteration C: dimigoria Beta Code: dhmhgori/a

English (LSJ)

ἡ,
A deliberative speaking, opp. forensic (δικανική), Arist.Rh.1354b28.
2 speech in the public assembly, Aeschin.2.243, Jul.Or.2.75b(pl.).
3 position of a public speaker, Pl.Ap.36b(pl.).
II esp. popular oratory, claptrap, Id.Tht.162d.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 discurso, declamación, arenga esp. polít., Pl.Phdr.261d, Ap.36b, Tht.162d, D.7.20, 10.2, Din.1.31, Plb.12.25a.3, D.S.19.3, D.L.1.61, D.Chr.12.62, D.H.Isoc.15.1, Th.43.2, Amm.1.4.3, Plu.2.836b, Hld.10.17.1, Philostr.VS 628, Iambl.VP 258, Iul.Or.3.75b, αἱ Δημοσθένους δημηγορίαι Aeschin.3.137, Luc.ITr.14, αἱ Φιλιππικαὶ δημηγορίαι Plu.Dem.12, ἡ περὶ τῆς συμμαχίας δ. πρὸς Δημοσθένην D.S.16.85, ἡ πρὸς Ἀθηναίους δ. Gr.Nyss.Eun.3.10.5, ἡ ἐν τοῖς μυρίοις ... δ. el discurso pronunciado ante los diez mil Aeschin.2.79, αἱ κοιναὶ δημηγορίαι Anaximen.Rh.1421b13, ἐλέγετο ... ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς διεκπεσεῖν κἀν δημηγορίαις εἶναι se decía que escapó al foro y estaba arengando a la gente I.AI 19.136.
2 oratoria política ῥητορικὴ δ. Pl.Grg.502d, op. la forense ἧττόν ἐστι κακοῦργον ἡ δ. δικολογίας Arist.Rh.1354b28.
3 sent. dud., quizá bobada, necedad pero tal vez contraseña en una ceremonia de iniciación, Origenes Cels.6.33.

German (Pape)

[Seite 562] ἡ, das Reden zum Volke in den Volksversammlungen, Plat. Phaedr. 216 d; δημηγορίαν ποιεῖσθαι ἐπί τινι Dem. 24, 161; bes. eine nur die Ergötzlichkeit der Zuhörer u. Täuschung des Volkes, nicht die Wahrheit bezweckende Rede, Plat. Theaet. 162 d; vgl. Din. 1, 31; daher auch die Dichtkunst so genannt wird, Plat. Gorg. 502 c.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
discours au peuple, discours du genre délibératif.
Étymologie: δημηγόρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημηγορία -ας, ἡ [δημηγορέω] politieke welsprekendheid:. ἥττόν ἐστι κακοῦργον ἡ δημηγορία δικολογίας politieke welsprekendheid is een minder kwaad dan forensische Aristot. Rh. 1354b28. redevoering in de volksvergadering:; καλὸν προοίμιον τῶν δημηγοριῶν een fraaie inleiding tot zijn redevoeringen Xen. Mem. 4.2.3; ongunstig:. τῆς οὖν δημηγορίας ὀξέως ὑπακούεις καὶ πείθῃ jij luistert direct naar holle praat en laat je overreden Plat. Tht. 162d.

Russian (Dvoretsky)

δημηγορία:
1 публичное выступление, речь перед народом Xen., Aeschin., Plat., Arst.;
2 льстивая или демагогическая речь (κολακεία καὶ δ. Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

δημηγορία: ἡ, συμβουλευτικὴ ἀγόρευσις (πολιτικὴ καθ’ ἡμᾶς) κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἐν δικαστηρίοις (δικανικήν), Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 10, κτλ.· ἀγόρευσις ἐνώπιον τῆς ἐκκλησίας τοῦ δήμου, Αἰσχίν. 36. 31. ΙΙ. ἰδίως ἀγόρευσις δημαγωγική, σοφιστική, Πλάτ. Θεαιτ. 162D.

Greek Monolingual

η (AM δημηγορία) δημηγόρος
1. πολιτική αγόρευση σε συγκέντρωση
2. δημαγωγική, σοφιστική ομιλία.

Greek Monotonic

δημηγορία: ἡ,
I. δημόσιος λόγος, συμβουλευτικός λόγος μπροστά σε ακροατήριο, σε Αισχίν.
II. δημαγωγική αγόρευση, λαοπλάνος σοφιστική αγόρευση, σε Πλάτ.

Middle Liddell

I. a speech in the public assembly, Aeschin.
II. popular oratory, clap-trap, Plat.

English (Woodhouse)

oration, public speaking, speech, demagogue's talk, public speech, rhetorical tricks, speaker's tricks

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἀγόρευση). Ἀπό τό δημηγόρος (δῆμος + ἀγορεύω), ἀπό ὅπου καί τά: δημηγορέω -ῶ, δημηγορικός.