inordinately
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English > Greek (Woodhouse)
adverb
P. and V. ἄγαν, λίαν, περισσῶς, V. εἰς ὑπερβολήν, ὑπέρφευ, ὑπερμέτρως, P. καθ' ὑπερβολήν, Ar. and P. ὑπερφυῶς.