Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
making happy: V. εὔφρων, P. and V. ἡδύς.
pleasant: P. and V. ἡδύς, τερπνός.
bright, smiling: P. and V. φαιδρός, V. λαμπρός, φαιδρωπός, εὐπρόσωπος (also Xen.).