γραμμικός

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γραμμικός Medium diacritics: γραμμικός Low diacritics: γραμμικός Capitals: ΓΡΑΜΜΙΚΟΣ
Transliteration A: grammikós Transliteration B: grammikos Transliteration C: grammikos Beta Code: grammiko/s

English (LSJ)

γραμμική, γραμμικόν,
A linear, geometrical, θεωρία Gal.UP10.12; ἀπόδειξις Plu.Marc.14, Theol.Ar.26; ἀνάγκαι Olymp.in Grg.p.260 J. Adv. γραμμικῶς = by means of lines, geometrically, ἀποδείκνυσθαι S.E.M.3.92, cf. Ptol.Alm.2.12, Procl. in R.2.27 K.
2 γ. ἀριθμός linear number, Nicom.Ar.2.7, cf. Speus. ap.Theol.Ar.61.
II = γραμματικός, Plu.2.606c (s.v.l.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1geométrico θεωρία Gal.3.812, ἀπόδειξις Plu.Marc.14, cf. D.L.1.25, Theol.Ar.26, ἐπίπεδα Nicom.Ar.2.7.4, σχήματα Sch.A.Pr.813aH.
fig. de una demostración riguroso δείξει τοίνυν ὁ Σωκράτης γραμμικαῖς ἀνάγκαις ὅτι ... Olymp.in Grg.18.1, cf. in Alc.49.1, 102.4.
2 lineal ἀριθμός Speus.28, Nicom.Ar.2.6.1, 7.3, 13.6, Procl.in R.2.170.
II adv. -ῶς geométricamente ἐπελογισάμεθα καὶ ταύτας γ. ἀρξάμενοι Ptol.Alm.2.12, γ. ... ἀποδείκνυσθαι S.E.M.3.92, cf. Procl.in R.2.27.

German (Pape)

[Seite 505] zu, mit Linien, ἀπόδειξις, ἔφοδος, geometrischer Beweis, Verfahren, Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne les lignes, linéaire, géométrique;
2 habile au tracé des lignes, expert en géométrie, en dessin linéaire, etc.
Étymologie: γραμμή.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμικός: -ή, -όν, εἰς γραμμὰς ἀνήκων, γεωμετρικός, θεωρία, ἀπόδειξις Διογ. Λ. 1. 25, Πλούτ., κτλ.― Ἐπίρρ. –κῶς, διὰ μέσου γραμμῶν, Σεξτ. Ἐμπ. Μ. 3. 92. ΙΙ. = γραμματικὸς (ἂν ἀληθὴς γραφὴ) Πλούτ. 2. 606C.

Russian (Dvoretsky)

γραμμικός: IIчертежник (γεωμέτραι καὶ γραμμικοί Plut.).
линейный, т. е. геометрический (ἀπόδειξις Plut.; θεωρία Diog. L.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γραμμικός -ή -όν γραμμή geometrisch.