molest
From LSJ
γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
Ar. and P. πράγματα παρέχω, πράγματα παρέχειν (dat.), ἐνοχλεῖν (acc. or dat.), P. and V. ὄχλον παρέχω, ὄχλον παρέχειν (dat.), λυπεῖν, Ar. and V. τείρειν, V. ὀχλεῖν.