policy
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
substantive
course of action: P. προαίρεσις, ἡ.
public policy: P. προαίρεσις, ἡ, πολιτεία, ἡ, πολίτευμα, τό.
good policy: P. and V. εὐβουλία, ἡ.
course of action: P. προαίρεσις, ἡ.
public policy: P. προαίρεσις, ἡ, πολιτεία, ἡ, πολίτευμα, τό.
good policy: P. and V. εὐβουλία, ἡ.
bad policy: P. and V. ἀβουλία, ἡ, Ar. and V. δυσβουλία, ἡ.