ronddraaien
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Dutch > Greek
διαστρέφω, κυκλέω, κυκλόω, περιδινέω, περιελίττω, περιθέω, περιπέλομαι, περιπολέω, περιστρέφω, περιτροπέω, περιφέρω, περιχωρέω, στρέφω, στροβέω, συστρέφω