semejanza
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Spanish > Greek
εἴδησις, εἰκών, ἀδελφότης, ἀναλογία, ἀφομοιωματικός, ἀφομοίωσις, ἀνθομοίωμα, ἐμφέρεια, ἀφομοιότης, ὁμοιότης, γειτνίασις
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
εἴδησις, εἰκών, ἀδελφότης, ἀναλογία, ἀφομοιωματικός, ἀφομοίωσις, ἀνθομοίωμα, ἐμφέρεια, ἀφομοιότης, ὁμοιότης, γειτνίασις