Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
καρηβαρής, καρῶδες, καρώδης, ληθαργικός, νυστακτής, νυσταλέος, νύσταλος, ὑπνηλός, ὑπνηρός, ὑπνίδιος, ὑπνῶδες, ὑπνώδης, ὑπνωτικός