Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
κάρος, κάρωσις, ληθαργία, νύσταγμα, νυσταγμός, νύσταξις, τὸ ὑπνηρόν, ὑπνηλία, ὑπνηρόν, ὑπνωδία