tricéfalo
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
Spanish > Greek
τρικάρανος, τρικάρηνος, τρισσοκέφαλος, τρισσοκάρηνος, τρίκρανος, τρικέφαλος
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
τρικάρανος, τρικάρηνος, τρισσοκέφαλος, τρισσοκάρηνος, τρίκρανος, τρικέφαλος