verenigen
From LSJ
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
κολλάω, συλλαμβάνω, συμβιβάζω, συμμείγνυμι, συμφέρω, συνάγω, συνάπτω, συνέργω, συνίστημι, συνοικίζω, συστρέφω