verscheuren
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
Dutch > Greek
δαΐζω, δάπτω, δαρδάπτω, δηϊόω, διαμοιράομαι, καταδάπτω, καταδατέομαι, καταρρακόω, κατασχίζω, κατερείκω, κνάπτω, σκύλλω, σπαράττω, σπάω