vulgaridad
From LSJ
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
Spanish > Greek
ἀναγωγία, ἀπειροκαλία, βαναυσία, βαναυσίη, βαναυσοποιία, βαναυσότης, τὰ χαμαίζηλα, τὸ χαμαιτυπές, φορτικότης, χυδαιολογία, χυδαιότης