Βορυσθενείτης
From LSJ
κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest
English (LSJ)
v. sub Βορυσθένης.
Greek Monotonic
Βορυσθενείτης: -ου, Ιων. -εΐτης, -εω, ὁ, κάτοικος των οχθών του ποταμού Βορυσθένη, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
an inhabitant of the banks of the Borysthenes, Hdt