Θυέστειος

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Θῠέστειος Medium diacritics: Θυέστειος Low diacritics: Θυέστειος Capitals: ΘΥΕΣΤΕΙΟΣ
Transliteration A: Thyésteios Transliteration B: Thyesteios Transliteration C: THyesteios Beta Code: *que/steios

English (LSJ)

α, ον, of Thyestes, ῥάκη Ar.Ach.433; δεῖπνον Porph.Chr. 69.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Thyeste.
Étymologie: Θυέστης.

Greek (Liddell-Scott)

Θυέστειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὸν Θυέστην, ῥᾴκη Ἀριστοφ. Ἀχ. 433.

Greek Monotonic

Θυέστειος: -α, -ον, σχετικά με τον Θυέστη, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Θυέστειος, η, ον
of Thyestes, Ar.