Κιλίκιος
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Cilicie.
Étymologie: Κίλιξ.
English (Slater)
Κῐλῐκιος Cilician. (Τυφώς) τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον (P. 1.17)
Russian (Dvoretsky)
Κῐλίκιος: киликийский (ἄντρα Aesch.).