Μαιωτικός
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
ή, όν, αὐλὼν Μαιωτικός, i.e. the Cimmerian Bosporus, A. Pr. 731.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
du Palus-Méotide.
Étymologie: Μαιώτης.
Russian (Dvoretsky)
Μαιωτικός: мэотийский, т. е. азовский (αὐλών Aesch.).