Πινδόθεν
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
Adv. from Mount Pindus, Pi.P.1.66.
French (Bailly abrégé)
adv.
du Pinde.
Étymologie: Πίνδος, -θεν.
Russian (Dvoretsky)
Πινδόθεν: adv. с Пинда Pind.
Greek (Liddell-Scott)
Πινδόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ τοῦ ὄρους Πίνδου, Πινδ. Π. 1. 126.
Greek Monotonic
Πινδόθεν: επίρρ., αυτός που έρχεται από το όρος Πίνδος, σε Πίνδ.
Middle Liddell
from Mount Pindus, Pind.