γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules
-η, -ο (Α ἄγλωσσος, -ον)αυτός που δεν έχει γλώσσααρχ.1. άφωνος, άλαλος2. βάρβαρος, βαρβαρόφωνος3. αυτός που στερείται ευγλωττίας, που δεν έχει ευχέρεια λόγου.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + γλῶσσα.ΠΑΡ. ἀγλωσσία.