L'amor che move il sole e l'altre stelle → Love that moves the sun and the other stars
-η, -ο (Α ἄγλωσσος, -ον)αυτός που δεν έχει γλώσσααρχ.1. άφωνος, άλαλος2. βάρβαρος, βαρβαρόφωνος3. αυτός που στερείται ευγλωττίας, που δεν έχει ευχέρεια λόγου.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + γλῶσσα.ΠΑΡ. ἀγλωσσία.