άγλωσσος

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄγλωσσος, -ον)
αυτός που δεν έχει γλώσσα
αρχ.
1. άφωνος, άλαλος
2. βάρβαρος, βαρβαρόφωνος
3. αυτός που στερείται ευγλωττίας, που δεν έχει ευχέρεια λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + γλῶσσα.
ΠΑΡ. ἀγλωσσία.