άθερμος

From LSJ

Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst

Menander, Monostichoi, 359

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄθερμος, -ον)
ο δίχως θερμότητα, ο μη θερμός
νεοελλ.
1. αθέρμαστος
2. αθέρμιστος
3. το ουδ. ως ουσ. το άθερμο, αθέρμιστο λάδι, αγουρόλαδο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + θερμός < θέρμη.