άνοιξη

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388

Greek Monolingual

η (AM ἄνοιξις) ανοίγω
νεοελλ.1. η εποχή του έτους που ακολουθεί τον χειμώνα και προαναγγέλλει το καλοκαίρι, το έαρ
2. μτφ. η εποχή της νεότητας, της ακμής του ανθρώπου
αρχ.-μσν.
το να ανοίγει κάποιος κάτι, άνοιγμα.