άπεπτος
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄπεπτος, -ον)
(για τροφή) αυτός που δεν έχει υποστεί την κατάλληλη επεξεργασία μέσα στο πεπτικό σύστημα, αχώνευτος
αρχ.
1. (για περιττώματα ή ούρα) αυτός που δεν έχει πάθει την αναγκαία φυσική αλλοίωση, μή φυσιολογικός
2. εκείνος που υποφέρει από δυσπεψία
3. (για τόπους) αυτός στον οποίο οι καρποί ωριμάζουν με δυσκολία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + πέσσω, αττ. πέττω «μαλακώνω, μαγειρεύω, χωνεύω»].