ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
ο (AM ἅρπαξ, [-αγος], Μ και ἅρπαγος, -ον)
αυτός που του αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρπάζω.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αρπάγιον (-άγι).
ΣΥΝΘ. αρχ. αρπαξάνδρα, χρεάρπαξ, ψιχάρπαξ
μσν.
δελεάρπαξ, υδράρπαξ, ψυχάρπαξ
(μσν.νεοελλ.) φιλάρπαξ (-αγας)].