άρχος

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source

Greek Monolingual

ο
1. ο επικεφαλής, ο αρχηγός
2. ο άρχοντας, ο ευγενής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άρχων, με μεταπλασμό (πρβλ. γέρων > γέρος, δράκων > δράκος, Χάρων > Χάρος)].