άτονος
From LSJ
οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄτονος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει τόνο ή ένταση, ο εξασθενημένος
2. «άτονες λέξεις» — εκείνες που δεν τονίζονται
νεοελλ.
1. (για ανθρώπους) νωθρός, οκνηρός
2. (για το βλέμμα) μη ζωηρός, ανέκφραστος
3. φρ. «άτονο έλκος» — δυσκολοθεράπευτη εξέλκωση η οποία δημιουργείται ύστερα από νέκρωση και απόπτωση του δέρματος
αρχ.
1. (για περιοχή) άγονος
2. (για βότανα ή φάρμακα) ο μη δραστικός.