έγκλημα

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source

Greek Monolingual

το (AM ἔγκλημα)
1. αυτό για το οποίο κατηγορείται κανείς, εγκληματική πράξη, κακούργημα («πάντων oὖv τούτων ἐγκλήματα ἔχοντες οἱ Κορίνθιοι», Θουκ.)
2. σοβαρή παράβαση γραπτού ή άγραφου νόμου («ὁ κατηγορούμενος... τόπον τε ἀπολογίας λάβοι περὶ τοῦ ἐγκλήματος», ΚΔ Πράξ.)
νεοελλ.
μεγάλη απερισκεψία, παραφροσύνηείναι έγκλημα η αδιαφορία σου»)
μσν.
διαφωνία, διένεξη
αρχ.-μσν.
κατηγορία, καταγγελία
αρχ.
1. αντικείμενο μομφής, καταγγελίας
2. πράξη που προκαλεί κατηγορία ή ντροπή
3. (στους ρήτορες) έγγραφη κατηγορία που γίνεται στο δικαστήριο για κατηγορίες σχετικές με ιδιωτικές υποθέσεις.