έδω

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

ἔδω (Α)
1. τρώω
2. καταναλώνω, σπαταλώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η ρίζα ed- «τρώω», στην οποία ανάγεται το ρήμα, εμφανίζεται κυρίως στο επικό απαρμφ. έδμεναι ενός αρχαίου αθέματου ενεστ., καθώς και στην υποτακτ. σε θέση μέλλοντος έδομαι (πρβλ. χεττ. ed-mi «τρώω», αρχ. ινδ. ad-mi «τρώω», λατ. -ēst, λιθ. es-ti, αρχ. σλαβ. ěs-) που εμφανίζουν εκτεταμένη βαθμίδα ρίζας (< IE ěd-mi, -ti). Θεματικοί τ. εκτός από την Ελληνική (πρβλ. έδω, έδεις κ.λπ.) απαντούν και σε άλλες γλώσσες (πρβλ. γοτθ. itan «τρώω»). Οι υστερογενείς ενεστώτες έσθω και εσθίω ανήκαν πιθ. στην καθημερινή και στην παιδική γλώσσα και προήλθαν από την προστ. έσθι που συνδέεται με αρχ. ινδ. addhi. Επίσης οι υπόλοιποι ελληνικοί τ. ηδέσθην, εδήδε(σ)μαι είναι νεώτεροι σχηματισμοί κατά τα ετελέσθην, τετέλεσμαι, ῃδέσθην, αλήλε(σ)μαι κ.ά.
ΠΑΡ. έδεσμα
αρχ.
εδητύς, εδωδή, εδωδός, είδαρ].