έκδικος
From LSJ
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
Greek Monolingual
-ο (AM ἔκδικος, -ον)
1. εκδικητής, εκδικητικός, τιμωρός
2. υπερασπιστής
3. αξιωματούχος της εκκλησίας εξουσιοδοτημένος για την υπεράσπιση τών συμφερόντων της Εκκλησίας ενώπιον τών δικαστηρίων
αρχ.
1. παράνομος, άδικος
2. νόμιμος αντιπρόσωπος, πληρεξούσιος.