έμπνευση
From LSJ
Greek Monolingual
η (AM ἔμπνευσις)
1. παρακίνηση, παρόρμηση για κάτι
2. θεία φώτιση, θεοπνευστία
νεοελλ.
1. αιφνίδια δημιουργία μιας ιδέας χωρίς παρεμβολή της βουλήσεως («ξαφνικά μού ήρθε η έμπνευση να τον ρωτήσω»)
2. ποιητική, λογοτεχνική ή καλλιτεχνική σύλληψη
αρχ.
πνοή, φύσημα.