Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
-η, -ο (AM ἔνυγρος, -ον)
1. (για ζώα και φυτά) αυτός που ζει στο νερό, ένυδρος, υδρόβιος
2. υγρός, κάθυγρος, γεμάτος υγρασία
αρχ.
1. ο γεμάτος νερό, νερουλός
2. αστρολ. ο προορισμένος να ζημιωθεί στη θάλασσα.