ένυδρος

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔνυδρος, -ον)
υδρόβιος
νεοελλ.
χημ. κάθε ουσία που τα μόριά της περιέχουν νερό
μσν.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η ἔνυδρος
υδρόβιο θηλαστικό, κν. βίδρα, ένυδρις
αρχ.
1. αυτός που περιέχει νερό
2. (για χώρα) αντίθετο του άνυδρος ή άυδρος, αυτή που έχει αφθονία νερών
3. (αντίθ. του χερσαίος) θαλάσσιος
4. υδάτινος
5. (για έδαφος) ο βουλιαγμένος, βυθισμένος στο νερό
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔνυδρον
η αφθονία νερών.