έποψη

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

η (AM ἔποψις)
η άποψη, η θέα που έχει κανείς από κάποια απόσταση («ἀνώμαλον τὴν ἔποψιν τῆς ναυμαχίας ἐκ τῆς γῆς ἠναγκάζοντο ἔχειν», Θουκ.)
νεοελλ.
η πλευρά από την οποία φαίνεται ή εξετάζεται κάτι, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται κάτι
αρχ.
εποπτεία, επίβλεψη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επί + όψις (< όπωπα)].