έωθεν

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7

Greek Monolingual

ἕωθεν (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἠῶθεν) [ἕως II]
από την αυγή, από τα χαράματα, από το πρωί, από νωρίς
αρχ.
(φρ. α) «ἕωθεν εὐθύς» — πρωί-πρωί, από τα χαράματα
β) «αὔριον ἕωθεν» — αύριο πρωί-πρωί, αύριο τα χαράματα.