αέτειος
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
-α, -ο
(Α ἀέτειος, -ον) ἀετός
λέγεται για σωματικά ή ψυχικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου, όμοια με αυτά του αετού (π. χ. βλέμμα, μύτη, σκέψη κ.λπ.)
αρχ.
αυτός που ανήκει στον αετό, ο σχετικός με αυτόν, αετήσιος.