αβίαστος
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀβίαστος, -ον) βιάζω
1. αυτός που δεν έχει υποστεί ή που δεν είναι δυνατόν να υποστεί εξαναγκασμό, βία
2. εκούσιος, θεληματικός
3. απροσποίητος, φυσικός
νεοελλ.
(για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει υποστεί βιασμό.