αγήλατος

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source

Greek Monolingual

ἀγήλατος, -ον (Α)
αυτός που διώχνει το ἄγος, το βδέλυγμα, την κατάρα, ο εξαγνιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγος + ἐλαύνω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγηλατῶ].